- οικοδεσποτώ
- οἰκοδεσποτῶ, -έω (Α) [οικοδεσπότης]1. είμαι ο κύριος τού σπιτιού, ο αρχηγός τής οικογένειας («βούλομαι οὖν νεωτέρας γαμεῑν, τεκνογονεῑν, oἰκοδεσποτεῑν», ΚΔ)2. είμαι ο πλανήτης ο οποίος κυριαρχεί στον ζωδιακό κύκλο («τὰ δὲ ἀσύνθετα ζώδιά ἐστιν, ἐὰν τῶν οἰκοδεσποτούντων ἀστέρων τυγχάνῃ», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.